- αβούλωτος
- unverschlossen
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αβούλωτος — η, ο 1.χωρίς βούλα, σφραγίδα: Το γράμμα που πήρε ήταν αβούλωτο. 2. χωρίς πώμα, βούλωμα: Τομπουκάλι, αβούλωτο καθώς ήταν, έγειρε, και το νερό χύθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)